Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φλαμούρι
2 εγγραφές [1 - 2]
φλαμούρι το [flamúri] Ο44 : 1. το λευκοκίτρινο, αρωματικό άνθος της φλαμουριάς, από το οποίο παράγεται το ομώνυμο αφέψημα· τίλιο. 2. το δέντρο φλαμουριά. 3. το (ανοιχτόχρωμο, μαλακό) ξύλο της φλαμουριάς: Tα συρτάρια της ντουλάπας είναι από ~.

[μσν. *φλαμούρι(ο)ν υποκορ. του ελνστ. φλάμμουλα `αναρριχητικό φυτό με αρωματικά άνθη΄ (ανομ. υγρών [l-l > l-r] ) < λατ. flammula (μαρτυρείται στη σημ.: `μικρή φλόγα΄, δες στο φλάμπουρο)]

φλαμουριά η [flamurjá] Ο24 : το δέντρο που παράγει το φλαμούρι· φιλύρα.

[φλαμούρ(ι) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες