Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φλέμα
1 εγγραφή
φλέμα το [fléma] Ο48 : (προφ.) βλεννώδης, παχύρρευστη ουσία, που εκκρίνεται κυρίως από τους βρόγχους· φλέγμα 2: Έχει βαρύ κρυολόγημα· βήχει και βγάζει φλέματα. || (επέκτ.) το παχύρρευστο, βλεννώδες έκκριμα των ρινικών κοιλοτήτων με τη μορφή πτυέλου.

[μσν. φλέμα < αρχ. φλέγμα (δες στο φλέγμα 2) με αφομ. [γm > mm] και απλοπ. του διπλού συμφ. [mm > m] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες