Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φλέγομαι
1 εγγραφή
φλέγομαι [fléγome] Ρ (μόνο στο ενεστ. θ.) : 1. καίγομαι βγάζοντας φλόγες: Οι δεξαμενές των καυσίμων φλέγονταν επί τρεις μέρες. Tο πλοίο φλέγεται στα ανοιχτά παρά τις προσπάθειες των πυροσβεστικών. || Ο άρρωστος φλέγεται από τον πυρετό, έχει πολύ υψηλό πυρετό. 2. (μτφ.) κατέχομαι από πολύ ισχυρό, έντονο (συν)αίσθημα, (πάθος για κπ. ή για κτ.): Φλέγεται από την επιθυμία / την περιέργεια / τον πόθο. Φλεγόταν απ΄ τον έρωτά της για κείνον.

[λόγ. < αρχ. φλέγω, φλέγομαι]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες