Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φλέγμα
4 εγγραφές [1 - 4]
φλέγμα 1 το [fléγma] Ο48 : (για πρόσ.) η ψυχραιμία, η απάθεια στη στάση, στη συμπεριφορά κάποιου· η απουσία συναισθηματικής, συγκινησιακής αντίδρασης απέναντι σε γεγονότα ή σε καταστάσεις: Bρετανικό / αγγλικό ~. Aντιμετώπισε με ~ την όλη κατάσταση.

[λόγ. < αρχ. φλέγμα (δες στο φλέγ μα 2) σημδ. αγγλ. phlegm (στη νέα σημ.) φλέγμα]

φλέγμα 2 το : (και ιατρ.) βλεννώδης, παχύρρευστη ουσία, που εκκρίνεται κυρίως από τους βρόγχους: Παρουσίασε αίμα στα φλέγματά του. || (επέκτ.) το παχύρρευστο, βλεννώδες έκκριμα των ρινικών κοιλοτήτων με τη μορφή πτυέλου.

[λόγ. < αρχ. φλέγμα `ένας από τους τέσσερις χυμούς που πίστευαν πως υπάρχουν στο σώμα, γλοιώδης χυμός του σώματος΄]

φλεγμαίνω [fleγméno] Ρ7.2α : (ιατρ.) παρουσιάζω φλεγμονή: H περιοχή γύρω από το τραύμα φλεγμαίνει.

[λόγ. < αρχ. φλεγμαίνω]

φλεγματικός -ή -ό [fleγmatikós] Ε1 : που δεν αντιδρά συγκινησιακά, συναισθηματικά απέναντι σε γεγονότα ή σε καταστάσεις, που είναι ή που μένει ψύχραιμος, απαθής: Οι Bρετανοί θεωρούνται ~ λαός. || (ως ουσ.): Ο ~ είναι ο αντίποδας του νευρικού. φλεγματικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < αρχ. φλεγματικός `που έχει πολύ φλέγμα 2΄ σημδ. αγγλ. phlegmatic (δες φλέγμα 1)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες