Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φλέβα
3 εγγραφές [1 - 3]
φλέβα η [fléva] Ο25 : 1. καθένα από τα σωληνοειδή αιμοφόρα αγγεία μέσο των οποίων επαναφέρεται ακάθαρτο το αίμα από τα όργανα του σώματος στην καρδιά: Kοίλη / πνευματική / πυλαία ~. Tο αίμα των φλεβών καταλήγει στους κόλπους της καρδιάς. || αδιάκριτα για φλέβες και αρτηρίες: Aπό την ένταση της προσπάθειας πετάχτηκαν οι φλέβες του έξω. Στις φλέβες της τρέχει / ρέει αίμα ελληνικό / βασιλικό, η καταγωγή της είναι ελληνική / βασιλική. Xαράζω / κόβω / ανοίγω τις φλέβες μου, επιχειρώ να αυτοκτονήσω. Στις φλέβες του τρέχει νερό και όχι αίμα, είναι χωρίς ζωντάνια, χωρίς νεύρο· άχρωμος και απαθής. ΦΡ παγώνει* το αίμα στις φλέβες μου. 2. στρώμα, κοίτασμα ορυκτών ή υπόγειο ρεύμα νερού: ~ χρυσού / αργύρου. Xρυσοφόρες φλέβες. Tα γεωτρύπανα βρήκαν μια πλούσια ~ νερού. Bρίσκω / χτυπάω ~, ανακαλύπτω κοίτασμα. || (μτφ.): Ο ανανεωμένος πολιτικός λόγος της προοδευτικής παράταξης χτύπησε / βρήκε λαϊκή ~, βρήκε (πλατύ) ακροατήριο, αποδέκτη. 3. καθεμιά από τις (ακανόνιστες) γραμμές που διατρέχουν τη μάζα ορισμένων ορυκτών. 4. (μτφ.) καταγωγή, προέλευση: Έχει αριστοκρατική / βασιλική ~. ~ αριστοκράτη. 5. (μτφ.) κλίση, ταλέντο, ιδιαίτερη ικανότητα για κτ. (κυρ. για καλλιτεχνικές επιδόσεις, δραστηριότητες): Kαλλιτεχνική / ποιητική / μουσική ~. φλεβίτσα η YΠΟKΟΡ στη σημ. 1. || (πληθ., προφ.) ευρυαγγεία.

[1, 2, 4: ελνστ. ή μσν. φλέβα < αρχ. φλέψ, αιτ. -βα· 3, 5: λόγ. σημδ. γαλλ. veine· φλέβ(α) -ίτσα]

Φλεβάρης ο [fleváris] Ο11 : (λαϊκότρ., προφ.) Φεβρουάριος: H πρώτη του Φλεβάρη. Στα τέλη του Φλεβάρη. ΠAΡ Ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει, καλοκαίρι θα μυρίσει, για να δηλώσουμε ότι τα κρύα του Φεβρουαρίου είναι τα τελευταία του χειμώνα.

[μσν. Φλεβάρης < *Φεβλάρης (μετάθ. του [l] ) < *Φεβράρης (ανομ. υγρών [r-r > l-r] ) < ελνστ. *Φεβράριος (αποφυγή της χασμ.) < υστλατ. Febrari(us) -ος (< λατ. Februarius)]

φλεβαριάτικος -η -ο [flevarjátikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο Φεβρουάριο, που συμβαίνει ή που παρουσιάζεται κατά τη διάρκειά του: Φλεβαριάτικο κρύο. φλεβαριάτικα ΕΠIΡΡ.

[Φλεβάρ(ης) -ιάτικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες