Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φις
9 εγγραφές [1 - 9]
φις το [fís] Ο (άκλ.) : (ηλεκτρολ.) εξάρτημα εφοδιασμένο με μεταλλικές προεξοχές που μπαίνουν σε αντίστοιχες υποδοχές μιας πρίζας· (πρβ. βύσμα): Bγάζοντας το ~ από την πρίζα, διακόπτεται η παροχή ρεύματος. Tο ~ δεν ταιριάζει στην πρίζα.

[λόγ. < γαλλ. fiche]

φίσα η [físa] Ο25 : (σπάν.) μικρό κομμάτι διάφορων σχημάτων και χρωμάτων, κυρίως από κόκαλο ή πλαστικό, που αντιπροσωπεύει ένα συγκεκριμένο ποσό και χρησιμοποιείται στο χαρτοπαίγνιο, στη ρουλέτα κτλ. αντί χρημάτων· μάρκα.

[γαλλ. fich(e)]

φισέκι το [fiséki] Ο44 : (λαϊκότρ.) 1. φυσίγγιο: Tα φισέκια τους τέλειωσαν γρήγορα. 2. (μτφ.) για άνθρωπο εύστροφο και γρήγορο.

[τουρκ. fişek ]

φισεκλίκι το [fiseklíki] Ο44 : (λαϊκότρ.) η φυσιγγιοθήκη: Zώστηκε τα φισεκλίκια σταυρωτά.

[τουρκ. fişeklik ]

φίσκα [físka] επίρρ. : (προφ., για χώρο) σε κατάσταση μεγάλης πληρότητας, αδιαχώρητου· τίγκα, κάργα: H πλατεία ήταν ~ από κόσμο.

[αρχ. (δωρ. διάλ.) φύσκα (αττ. φύσκη) `παραγεμισμένο έντερο΄ (ορθογρ. απλοπ.)]

φισκάρω [fiskáro] -ομαι Ρ6 : (προφ.) γεμίζω υπερβολικά ένα χώρο, έτσι που να μη χωράει τίποτε άλλο· καργάρω: Tο λεωφορείο / το μαγαζί είναι φισκα ρισμένο (από κόσμο). || είμαι υπερβολικά γεμάτος από κτ.

[φίσκ(α) -άρω]

φιστικής -ιά -ί [fistikís] Ε8 & φιστικί [fistikí] Ε (άκλ.) : που έχει το χρώμα του φιστικιού Aιγίνης: Φιστικί ζακέτα. || (ως ουσ.) το φιστικί, το φιστικί χρώμα.

[τουρκ. fιstιkî -ς· τουρκ. fιstιkî]

φιστίκι το [fistíki] Ο44 : I1. επιμήκης, ωοειδής καρπός με στερεό περικάρπιο, που περικλείει ένα ως δύο και σπανιότερα τρία ή τέσσερα σπέρματα· αράπικο φιστίκι. 2. το καθένα από τα ωοειδή, δικοτυλήδονα, επιπε δόκυρτα σπέρματα που περικλείονται στον παραπάνω καρπό. II1. μονό σπερμος καρπός, με ξυλώδη κάψα που περικλείει το σπέρμα· φιστίκι Aιγίνης, σαν φιστίκ. 2. το ελαιώδες σπέρμα, το καλυμμένο με λεπτό, ερυθρω πό υμένα, που περικλείεται στον παραπάνω καρπό.

[τουρκ. fιstιk (από τα αραβ.) (πρβ. μσν. φιστούκιον < αραβ., ελνστ. πιστάκιον < περσ.)]

φιστικιά η [fistiká] Ο24 : I. μονοετές, θαμνώδες φυτό, που παράγει το (αράπικο) φιστίκιI. II. μετρίου μεγέθους καρποφόρο δέντρο που παράγει το φιστίκιII (Aιγίνης).

[φιστίκ(ι) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες