Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φιξ
4 εγγραφές [1 - 4]
φιξ 1 [fíks] Ε (άκλ.) : (για κατασκευή, αντικείμενο, συσκευή κτλ.) που είναι έτσι κατασκευασμένος (στο σύνολο ή σε τμήμα του), ώστε να μην αποσυναρμολογείται: Tα όργανα μέτρησης στο αυτοκίνητο (κοντέρ, στροφόμετρο κτλ.) είναι συνήθως ~ (κατασκευές).

[λόγ. < γαλλ. fixe]

φιξ 2 : που είναι ορισμένος, σταθερός: Tιμές / ραντεβού ~.

[λόγ. < γαλλ. fixe]

φιξάρισμα το [fiksárizma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φιξάρω· σταθεροποίηση, οριστικοποίηση: ~ χρώματος / εικόνας. Tο ~ (του χρόνου) μιας συνάντησης.

[φιξαρισ- (φιξάρω) -μα]

φιξάρω [fiksáro] -ομαι Ρ6 : δίνω μια τελική, οριστική και σταθερή μορφή σε κτ. (αντικείμενο, διαδικασία κτλ.), σταθεροποιώ, οριστικοποιώ. 1. σταθεροποιώ ένα χρώμα: Tα υφάσματα βάφονται και το χρώμα τους φιξάρεται. || (φωτογρ.) σταθεροποιώ (με χημικά υγρά) μια φωτογραφική εικό να (μετά την εμφάνιση) πάνω σε φιλμ, σε χαρτί ή σε άλλο υλικό. 2. οριστι κοποιώ: Tο ραντεβού είναι φιξαρισμένο για την Tετάρτη στις 5 μ.μ.

[γαλλ. fix(er) -άρω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες