Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φινιρισμένος
1 εγγραφή
φινιρισμένος -η -ο [finirizménos] Ε3 : που έχει υποστεί φινίρισμα1.

[μππ. του φινίρω < ιταλ. finir(e) `τελειώνω΄ (σπάν. σημ.: `τελειοποιώ΄) & ιταλ. rifinir(e) `τελειοποιώ΄ ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες