Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φιλοσοφώ
1 εγγραφή
φιλοσοφώ [filosofó] Ρ10.9α μππ. φιλοσοφημένος* : 1. σκέφτομαι συστηματικά ένα θέμα, ένα πρόβλημα, το εξετάζω πολύπλευρα, εμβαθύνω σε αυτό: Tο έχω φιλοσοφήσει το πράγμα κι έβγαλα ήδη τα συμπεράσματά μου. 2. αντιμετωπίζω τα πράγματα (κυρ. τα προβλήματα της καθημερινής ζωής) με φιλοσοφική διάθεση, χωρίς να παρασύρομαι από την αμεσότητα και την επιφανειακή τους όψη αλλά γενικεύοντας και θεωρητικοποιώντας: Έλα, καημένε, μην το παίρνεις κατάκαρδα, φιλοσόφησέ το λιγάκι.

[λόγ.: 1: αρχ. φιλοσοφῶ· 2: κατά τη σημ. του φιλόσοφος2]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες