Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φιλεύσπλαχνος
1 εγγραφή
φιλεύσπλαχνος -η -ο [filéfsplaxnos] Ε5 : που συμπαθεί, φροντίζει και βοηθάει αυτούς που πάσχουν, που έχουν ανάγκη.

[λόγ. < ελνστ. φιλεύσπλαγχνος με αποβ. του ριν. πριν από [x] ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες