Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φιλεργατικός -ή -ό [filerγatikós] Ε1 : που είναι θετικός απέναντι στους εργάτες ως τάξη και στα συμφέροντά τους: Φιλεργατική πολιτική / νομοθεσία.
[λόγ. φιλ(ο)- + εργατικός μτφρδ. αγγλ. prolabour]



