Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φιδίσιος
1 εγγραφή
φιδίσιος -α -ο [fiδísxos] Ε4 : που ανήκει, που αναφέρεται στο φίδι ή που μοιάζει με αυτό: Φιδίσιο δέρμα. Φιδίσια γλώσσα. || (μτφ.): Φιδίσιο κορμί / σώμα, ευέλικτο, λυγερό, καλογυμνασμένο.

[φίδ(ι) -ίσιος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες