Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φθόριο
2 εγγραφές [1 - 2]
φθόριο το [fθório] Ο40 (χωρίς πληθ.) : χημικό στοιχείο, αέριο, υποκίτρινου χρώματος, με ευρεία χρήση στη βιομηχανία: Πολλές οδοντόκρεμες περιέχουν ~. Λάμπες φθορίου.

[λόγ. < παλ. γαλλ. phthor(e) -ιον < αρχ. φθορά (επειδή φθείρει τα δοχεία) ή < μσν. φθόριον `φάρμακο που κατα στρέφει το έμβρυο΄]

φθοριούχος -ος / -α -ο [fθοriúxos] Ε14 : (για χημική ένωση) που περιέχει φθόριο: Φθοριούχα άλατα.

[λόγ. φθόρι(ον) + -ούχος μτφρδ. γαλλ. fluoré]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες