Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φθορίζω
2 εγγραφές [1 - 2]
φθορίζω [fθorízo] Ρ2.1α : εκπέμπω ακτινοβολία με βάση το φαινόμενο του φθορισμού.

[λόγ. φθόρ(ιον) -ίζω μτφρδ. γαλλ. fluorescer]

φθορίζων -ουσα -ον [fθorízon] Ε12 : που εκπέμπει ακτινοβολία με βάση το φαινόμενο του φθορισμού: Φθορίζοντα σώματα. Φθορίζον φως, αυτό που εκπέμπεται από φθορίζοντα σώματα.

[λόγ. μεε. του φθορίζω]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες