Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φθίση
1 εγγραφή
φθίση η [fθísi] Ο31 : (παρωχ.) η φυματίωση.

[λόγ. < αρχ. φθί(σις) -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες