Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φημισμένος
1 εγγραφή
φημισμένος -η -ο [fimizménos] Ε3 : που έχει αποκτήσει φήμη, που είναι ευρύτερα γνωστός· ονομαστός, ξακουστός: Tα φημισμένα γαλλικά κρασιά / πούρα Aβάνας. ~ καλλιτέχνης / συγγραφέας / δικηγόρος.

[λόγ. μππ. του φημίζομαι μτφρδ. γαλλ. fameux]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες