Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φετφάς
1 εγγραφή
φετφάς ο [fetfás] Ο1 : 1. επίσημη γνωμοδότηση ή ερμηνεία, από μουφτή ή από ιμάμη, σχετική με θρησκευτικά ή νομικά ζητήματα του ιερού μουσουλμανικού δικαίου: Tο σουλτανικό φιρμάνι συνοδευόταν από ένα φετ φά. 2. (μτφ., λαϊκότρ.) αυθαίρετη απόφαση, διαταγή: Bγάζω φετφά, παίρ νω και ανακοινώνω μια αυθαίρετη απόφαση.

[τουρκ. fetva `κρίση θρησκευτικού δικαστή΄ (από τα αραβ.) με αφομ. ηχηρ. [tv > tf] (πρβ. μσν. φεϊτιφάς)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες