Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φετιχιστής
1 εγγραφή
φετιχιστής ο [fetixistís] Ο7 θηλ. φετιχίστρια [fetixístria] Ο27 : 1. αυτός που πιστεύει στις μαγικές δυνάμεις του φετίχ, που λατρεύει το φετίχ: Οι πρωτόγονοι λαοί ήταν κατεξοχήν φετιχιστές. 2. αυτός που αποδίδει σε αντικείμενα ή σε έννοιες υπερβολική σημασία, που ξεπερνάει την πραγματική αξία τους, τις πραγματικές τους ιδιότητες: ~ του χρήματος / της μόδας. 3. (ψυχολ.) αυτός που έχει την ιδιορρυθμία να διεγείρεται ή και να ικανοποιείται σεξουαλικά με αντικείμενα που ανήκουν στο πρόσωπο που λατρεύει ή επιθυμεί ερωτικά.

[λόγ. < γαλλ. fétichiste (ορθογρ. δαν.) (-iste = -ιστής)· λόγ. φετιχισ(τής) -τρια]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες