Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φετιχισμός
1 εγγραφή
φετιχισμός ο [fetixizmós] Ο17 : 1. η λατρεία του φετίχ, η πίστη στις μαγικές δυνάμεις του: Ο ~ εκφράζει την ανάγκη προστασίας του ανθρώπου μπροστά στις μυστηριώδεις δυνάμεις της φύσης. 2. η υπερβολική σημασία που αποδίδεται σε ένα αντικείμενο και η οποία υπερβαίνει την πραγματική αξία του, τις πραγματικές του ιδιότητες: Ο ~ του χρήματος / της μόδας / της κουλτούρας. 3. (ψυχολ.) γενετήσια ιδιορρυθμία, κατά την οποία οι φετιχιστές διεγείρονται ή ικανοποιούνται σεξουαλικά με αντικείμενα που ανήκουν στα πρόσωπα που λατρεύουν ή επιθυμούν ερωτικά.

[λόγ. < γαλλ. fétichisme (ορθογρ. δαν.) (-isme = -ισμός)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες