Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φερετζές
1 εγγραφή
φερετζές ο [feredzés] Ο13 : υφασμάτινη καλύπτρα του προσώπου των μουσουλμανίδων: Ο ~ είναι υποχρεωτικός για τις γυναίκες σε πολλά αραβικά κράτη. ΠAΡ Όλα τα ΄χει / τα ΄χε η Mαριορή (μόνο) ο ~ τής λείπει / τής έλειπε, γι΄ αυτόν που, ενώ στερείται τα στοιχειώδη, επιζητεί τα πολυτελή, τα εξεζητημένα.

[μσν. φερετζέ -ς < παλ. τουρκ. ferace `πανωφόρι που έπρεπε να φορούν οι γυναίκες στο δρόμο΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες