Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φεγγοβόλος
1 εγγραφή
φεγγοβόλος -α -ο [feŋgovólos & fegovólos] Ε4 : (λογοτ.) που εκπέμπει ισχυρό, έντονο φως· ακτινοβόλος, λαμπερός: Φεγγοβόλο άστρο. || (μτφ.): Φεγγοβόλα μάτια.

[λόγ. < ελνστ. φεγγοβόλος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες