Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φεγγοβολώ
1 εγγραφή
φεγγοβολώ [feŋgovoló & fegovoló] & -άω Ρ10.1α μππ. φεγγοβολημένος : 1. εκπέμπω ισχυρό, έντονο φως· λαμποκοπώ, ακτινοβολώ: Άναψαν όλοι οι προβολείς και φεγγοβόλησε η πλατεία. Φεγγοβολούσε ο τόπος από τις φλόγες της πυρκαγιάς. 2. (μτφ., για πρόσ.) είμαι φωτεινός, λαμπερός, μοιά ζω να εκπέμπω φως (κυρ. για το πρόσωπο): Tο πρόσωπό της φεγγοβολού σε από χαρά. Φεγγοβολάει ολόκληρος από ευτυχία.

[ελνστ. φεγγοβολῶ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες