Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φατριαστικός
1 εγγραφή
φατριαστικός -ή -ό [fatriastikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται σε φατρία, στον τρόπο ή στα πλαίσια δράσης της: Aκολουθείται φατριαστική πολιτική. φατριαστικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. φρατριαστικός (νόμος) `με βάση την αδελφότητα΄ κατά την αλλ. της σημ. της λ. φατρία]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες