Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φατνίο το [fatnío] Ο39 : καθένα από τα οστέινα κοιλώματα των σαγονιών μέσα στα οποία είναι στερεωμένα τα δόντια (με τις ρίζες τους): Οδοντικά φατνία.
[λόγ. < ελνστ. φατνίον]



