Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φασόλι
2 εγγραφές [1 - 2]
φασόλι το [fasóli] Ο44 : 1. ο ώριμος, αποφλοιωμένος καρπός (όσπριο) της φασολιάς, που τρώγεται μαγειρεμένος και (στον πληθ.) το λαδερό φαγητό που παρασκευάζεται από ξερά ή φρέσκα φασόλια: Φασόλια γίγαντες / ελέφαντες / μαυρομάτικα. Φασόλια γιαχνί / πιάζ*. Φασόλια σούπα, φασολάδα. Πεθύμησα να φάω φασόλια. 2. το φυτό φασολιά.

[μσν. φασόλιν < *φασιόλιον (αποβ. του ημιφ. ανάμεσα σε [s] και φων., σύγκρ. διακόσια > διακόσα) υποκορ. του ελνστ. φασίολος < αντδ. λατ. phasiolus < phaselus < αρχ. φάσηλος]

φασολιά η [fasolá] Ο24 : ποώδες ετήσιο φυτό της οικογένειας των ψυχανθών, που ο καρπός του είναι λοβός και τρώγεται είτε ως όσπριο (φασόλι) είτε ως λαχανικό (φασολάκι).

[φασόλ(ι) -ιά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες