Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φασματογράφημα το [fazmatoγráfima] Ο49 : η απεικόνιση ενός φάσματος με φωτογράφιση ή με άλλον τρόπο.
[λόγ. φασματ- (φάσμα) -ο- + -γράφημα μτφρδ. γαλλ. spectrogramme]