Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φαρφουρί
1 εγγραφή
φαρφουρί το [farfurí] Ο43 : (παρωχ.) λεπτή, κατεργασμένη πορσελάνη. || το σκεύος που είναι κατασκευασμένο από λεπτή πορσελάνη.

[τουρκ. firfir `πορφύρα΄ (από τα αραβ., ίσως < αρχ. πορφύρα)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες