Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φαρμακοποιός
1 εγγραφή
φαρμακοποιός ο [farmakopiós] Ο17 θηλ. φαρμακοποιός [farmakopiós] Ο34 : επιστήμονας που ασχολείται με την παρασκευή και τη διάθεση φαρμάκων (εκτέλεση ιατρικών συνταγών).

[λόγ. < αρχ. φαρμακοποιός `που φτιάχνει (επιβλαβή) φάρμακα΄ σημδ. γαλλ. pharmacien· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες