Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φαρμακευτική
2 εγγραφές [1 - 2]
φαρμακευτική η [farmakeftikí] Ο29α : 1. επιστήμη με αντικείμενο τη σύνθεση, τη χρήση και τις θεραπευτικές ιδιότητες των φαρμάκων: Οι πρόοδοι της φαρμακευτικής. Συνέδριο φαρμακευτικής. 2. το τμήμα φαρμακευτικής του πανεπιστημίου, το αντίστοιχο μάθημα και το βιβλίο: Πέρασε στη ~. Εξετάσεις στη ~.

[λόγ.: 1: ελνστ. φαρμακευτική· 2: σημδ. γαλλ. pharmacie (δες στο φαρμακείο)]

φαρμακευτικός -ή -ό [farmakeftikós] Ε1 : 1. που είναι σχετικός με τα φάρμακα ή με την παρασκευή τους: Φαρμακευτικά προϊόντα / σκευάσματα. Φαρμακευτικές ουσίες. Φαρμακευτικά καλλυντικά, που περιέχουν και φαρμακευτικές ουσίες. Φαρμακευτική βιομηχανία. Φαρμακευτικά ιδιοσκευάσματα. ~ κώδικας. 2. που έχει ιδιότητες φαρμάκου: Φαρμακευτικά φυτά / βοτάνια. 3. που αναφέρεται στη φαρμακευτική: Φαρμακευτικά περιοδικά. || (ως ουσ.) η φαρμακευτική*. φαρμακευτικά & (λόγ.) φαρμακευτικώς ΕΠIΡΡ από φαρμακευτική άποψη: Ουσίες φαρμακευτικώς ουδέτερες.

[λόγ. < αρχ. φαρμακευτικός `που γίνεται με φάρμακα΄ σημδ. γαλλ. pharmaceutique (στη νέα σημ.) < αρχ. φαρμακευτικός· λόγ. φαρμακευτικ(ός) -ώς]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες