Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φαρμακεία
1 εγγραφή
φαρμακεία η [farmakía] Ο25 (χωρίς πληθ.) : 1. (παρωχ.) η χρήση, η χορήγηση δηλητηριώδους φαρμάκου για τη διάπραξη εγκλήματος· δηλητηρίαση. 2. (νομ.) το αδίκημα της ανθρωποκτονίας με τη χορήγηση δηλητηριωδών ουσιών.

[λόγ. < αρχ. φαρμακεία (στη σημ. 1)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες