Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φαντασιοκόπος -ος -ο [fandasiokópos] Ε14 : που σκέφτεται, που μιλάει ή συμπεριφέρεται με τρόπο που βρίσκεται σε πλήρη αντίθεση με την πραγματικότητα.
[λόγ. < ελνστ. φαντασιοκόπος]