Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φαντασίωση
1 εγγραφή
φαντασίωση η [fandasíosi] Ο33 : 1. εικόνες και παραστάσεις που σχηματί ζει ελεύθερα η ανθρώπινη φαντασία: Έχει έντονες ερωτικές φαντασιώσεις. Συγχέει τις φαντασιώσεις του με την πραγματικότητα. 2. ο σχηματισμός εικόνων και παραστάσεων με τη φαντασία: Mε τη ~ ξεφεύγει από τη μιζέρια της καθημερινότητας. || (ψυχ.) φανταστική παράσταση που σχετίζεται με (συνειδητές ή ασυνείδητες) επιθυμίες. || (ψυχαν.) δημιούργημα της φαντασίας που εκφράζει έμμεσα, καλυμμένα μια επιθυμία.

[λόγ. < μσν. φαντασίωσις < φαντασιω- (δες φαντασιώνω) -σις > -ση]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες