Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φανοποιός
1 εγγραφή
φανοποιός ο [fanopiós] Ο17 : ο φαναρτζής, ο λαμαρινάς.

[λόγ. φαν(ός) -ο- + -ποιός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες