Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φαναρτζής ο [fanardzís] Ο8 : (προφ.) αυτός που κατασκευάζει, πουλάει και επιδιορθώνει αντικείμενα από λευκοσίδηρο· λευκοσιδηρουργός, φανοποιός. || (ειδ.) ο τεχνίτης που επισκευάζει αμαξώματα αυτοκινήτων, λαμαρινάς. || αυτός που κατασκευάζει φανάρια3α.
[φανάρ(ι) -τζής]