Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φανέλα
1 εγγραφή
φανέλα η [fanéla] Ο25 : 1. είδος χνουδωτού υφάσματος από μαλλί ή από βαμβάκι: Γκρι / χοντρή ~. Πουκάμισο / παντελόνι από λεπτή ~. 2. μάλλινο ή βαμβακερό εσώρουχο του επάνω μέρους του κορμιού, που φοριέται κατάσαρκα· (πρβ. κασκορσέ): ~ με / χωρίς μανίκια. Άρχισε να κάνει ζέστη· πρέπει να βγάλω τη ~ μου. || H ~ του στρατιώτη, ίδρυμα που φρόντιζε για την κάλυψη των αναγκών και την ψυχαγωγία των στρατιωτών (ιδ. των συνόρων): Έρανος για τη ~ του στρατιώτη. || (Aθλητική) ~, το πάνω μέρος αθλητικής στολής: Ο Παναθηναϊκός παίζει με πράσινες φανέλες και άσπρα παντελονάκια. 3. για αθλητική ομάδα: Aγωνίζεται με τη ~ του Ολυμπιακού / του ΠAΟK. (έκφρ.) φόρεσε τη ~ της Εθνικής, κλήθηκε να συμμετάσχει στην εθνική ομάδα. παίζω για τη ~, για τη φήμη, τη δόξα της ομάδας. τιμώ / ιδρώνω τη ~ μου, αγωνίζομαι φιλότιμα, κοπιάζω για την ομάδα μου. φανελάκι το YΠΟKΟΡ στις σημ. 2, 3. φανελίτσα η YΠΟKΟΡ στις σημ. 2, 3.

[βεν. fanela < ιταλ. flanella (με ανομ. του πρώτου [l] ) < γαλλ. flanelle < αγγλ. flannel· φανέλ(α) -ίτσα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες