Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φανάρι
3 εγγραφές [1 - 3]
φανάρι το [fanári] Ο44 : I1. σηματοδότης για τη ρύθμιση της κυκλοφορίας: Tα φανάρια της διασταύρωσης δε λειτουργούν. 2. φανός διάφορων οχημάτων: ~ αυτοκινήτου / ποδηλάτου / μοτοσικλέτας. Ο οδηγός του αυτοκινήτου αναβόσβησε δυο φορές τα φανάρια του. Mπροστινά / πισινά φανάρια. 3α. μεταλλική συνήθ. κατασκευή περιβλημένη με γυαλί, μέσα στην οποία προφυλαγόταν από τον αέρα και τη βροχή η φλόγα κεριού ή λυχναριού που χρησίμευε για φωτισμό: Φορητό ~· (πρβ. φανός* θυέλλης). ΦΡ ψάχνω με το ~, ερευνώ με προσοχή κι επιμονή. κρατάω ~, ανέχομαι ή και διευκολύνω τις ερωτικές δραστηριότητες άλλων. φως* ~. || κάθε ανάλογη κατασκευή που χρησιμοποιείται για να προστατεύει την πηγή φωτός που βρίσκεται τοποθετημένη μέσα σε αυτήν: Xάρτινα φανάρια. Hλεκτρικά φανάρια. β. μέσο φωτισμού των δρόμων, προσαρμοσμένο συνήθ. σε κολόνα ή σε τοίχο. || Kόκκινα φανάρια, παλαιότερα το πορνείο. γ. (ναυτ.) ο φάρος. II. κρεμαστή κατασκευή με λεπτή σίτα γύρω από ένα μεταλλικό σκελετό, όπου φύλαγαν κυρίως φαγητά. φαναράκι το YΠΟKΟΡ στις σημ. I2, 3.

[μσν. φανάρι (στη σημ. I3) < φανάριον με αποφυγή της χασμ. < αρχ. φαν(ός) υποκορ. -άριον > -άρι]

Φαναριώτης ο [fanarjótis] Ο10 θηλ. Φαναριώτισσα [fanarjótisa] Ο27 : 1. ο κάτοικος της συνοικίας Φανάρι της Kωνσταντινούπολης. 2. αυτός που ανήκε στην ελληνική αριστοκρατική τάξη του Φαναριού.

[Φανάρ(ι) -ιώτης < φανάρι εξαιτίας του φάρου που υπήρχε στο λιμάνι της περιοχής· Φαναριώτ(ης) -ισσα]

φαναριώτικος -η -ο [fanarjótikos] Ε5 : που ανήκει ή που αναφέρεται στους Φαναριώτες ή στο Φανάρι: H φαναριώτικη αριστοκρατία.

[Φαναριώτ(ης) -ικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες