Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
5 εγγραφές [1 - 5] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φαλλικός -ή -ό [falikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο φαλλό: Φαλλικά σύμβολα / στοιχεία. Φαλλικές γιορτές. Φαλλικά (άσματα), που τα τραγουδούσαν κατά την περιφορά του φαλλού στις διονυσιακές γιορτές.
[λόγ. < αρχ. φαλλικός]
- φαλλοκράτης ο [falokrátis] Ο10 : χαρακτηρισμός για άντρα που οι απόψεις και η συμπεριφορά του διακρίνουν το ανδρικό φύλο ως ανώτερο από το γυναικείο: Πολλοί άντρες είναι φαλλοκράτες.
[λόγ. < αγγλ. phallocrat < αρχ. φαλλό(ς) + -crat = -κράτης]
- φαλλοκρατία η [falokratía] Ο25 : η αντίληψη και η συμπεριφορά που θεωρεί το ανδρικό φύλο ανώτερο και κυρίαρχο σε σχέση με το γυναικείο: Ο πατερναλισμός είναι μια άλλη όψη της φαλλοκρατίας.
[λόγ. < αγγλ. phallocracy < phallo(crat) = φαλλο(κράτης) + -cracy = -κρατία]
- φαλλοκρατικός -ή -ό [falokratikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στο φαλλοκράτη, στη φαλλοκρατία: Φαλλοκρατικές απόψεις / αντιλήψεις. Zούμε σε μια φαλλοκρατική κοινωνία.
[λόγ. < αγγλ. phallocratic < phallocrat = φαλλοκράτ(ης) -ic = -ικός]
- φαλλός ο [falós] Ο17 : 1. ομοίωμα ανδρικού γεννητικού οργάνου από ξύλο, δέρμα ή πηλό, που το περιέφεραν κατά τις βακχικές γιορτές ως σύμβολο γονιμότητας. 2. το ανδρικό γεννητικό όργανο, το πέος. 3. (ανατ.) η αρχική καταβολή των εξωτερικών (γυναικείων και ανδρικών) γεννητικών οργάνων στο έμβρυο.
[λόγ.: 1, 2: αρχ. φαλλός· 3: σημδ. αγγλ. phallus (στη νέα σημ.) < αρχ. φαλλός]