Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φαλκιδεύω
1 εγγραφή
φαλκιδεύω [falkiδévo] -ομαι Ρ5.1 : υπονομεύω, αποδυναμώνω, αλλοιώνω έντεχνα την ουσία αρχών ή θεσμών, περιορίζω κατακτημένα, νόμιμα δικαιώματα: Φαλκιδεύεται η ανεξαρτησία της δικαιοσύνης / το δικαίωμα της απεργίας / το εισόδημα των εργαζομένων.

[λόγ. < μσν. φαλκίδ(ιον) `το ελάχιστο μέρος περιουσίας που υποχρεωτικά αφαιρείται για τους κληρονόμους΄ -εύω < υστλατ. lex Falcidia (από το όν. του Ρωμαίου δημάρχου Ρ. Falcidius) μτφρδ. ιταλ. falcidiare < lex Falcidia]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες