Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φακίρης ο [fakíris] Ο11 : 1. ασκητής ινδικής καταγωγής, προικισμένος με εξαιρετικές ικανότητες: Οι φακίρηδες μπορούν να ξαπλώνουν πάνω σε καρφιά χωρίς να πονούν και χωρίς να ματώνουν. 2. θαυματοποιός: Είδαμε ένα φακίρη που κατάπινε σπαθιά.
[αραβ. faqīr (ή μέσω του τουρκ. fakir) -ης]