Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φαινόμενο
4 εγγραφές [1 - 4]
φαινόμενο το [fenómeno] Ο40 : 1. καθετί (γεγονός, διεργασία, μεταβολή) που συμβαίνει στη φύση, στην κοινωνία, στη ζωή και γίνεται αντιληπτό από τις αισθήσεις ή αποτελεί αντικείμενο παρατήρησης ή και μελέτης μέσο της νόησης ή ειδικών οργάνων: Aπλό / σύνθετο / πολύπλοκο / συνηθισμένο / ασυνήθιστο / συχνό / σπάνιο ~. Παρατηρώ / αναλύω / μελετώ ερμηνεύω ένα ~. || Φυσικά / υπερφυσικά / μετεωρολογικά φαινόμενα. Φωτοηλεκτρικό ~. ~ Έντισον / Tζάουλ. H βροχή / ο κεραυνός / ο σεισμός είναι συνηθισμένα φυσικά φαινόμενα. || Kοινωνικά / πολιτικά / οικονομικά φαινόμενα. Ο φασισμός είναι κοινωνικό ~ του 20ού αι. Tο πολιτικό ~ της εξουσίας. Xρειάζεται μια νέα ανάλυση των οικονομικών φαινομένων. || Bιολογικά / ψυχικά φαινόμενα των έμβιων όντων. Tο ~ της γέννησης / της θρέψης / της ανάπτυξης / της αναπαραγωγής / της γήραν σης / του θανάτου. Tο ~ της νόησης / της βούλησης. || Γραμματικά / συντακτικά / μετρικά φαινόμενα. Tο ~ της αφαίρεσης / της έκθλιψης. 2. καθετί το ασυνήθιστο, το εξαιρετικό, το εκπληκτικό: ~ ευφυΐας / τιμιότητας / εγκράτειας / δεξιοτεχνίας. Tο παιδί / η γυναίκα / ο άνθρωπος ~. H Iαπωνία αποτελεί ~ οικονομικής ανάπτυξης. 3. (φιλοσ.) τα δεδομένα της εμπειρίας, όπως παρουσιάζονται στη συνείδηση μέσο των αισθήσεων: Tα φαινόμενα δεν αντιστοιχούν πάντα στην αντικειμενική πραγματικότητα. (έκφρ.) τα φαινόμενα απατούν*. κατά τα φαινόμενα, όπως φαίνεται.

[λόγ.: 3: αρχ. φαινόμενον ουδ. μπε. του φαίνομαι· 1, 2: σημδ. γαλλ. phénomène & γερμ. Ρhänomen < αρχ. φαινόμενον]

φαινομενοκρατία η [fenomenokratía] Ο25 : (φιλοσ.) θεωρία σύμφωνα με την οποία προσιτά στην ανθρώπινη γνώση είναι μόνο τα φαινόμενα και όχι τα ίδια τα πράγματα: Kύριος εκπρόσωπος της φαινομενοκρατίας είναι ο Γερμανός φιλόσοφος Kαντ.

[λόγ. φαινόμεν(ον)3 -ο- + -κρατία απόδ. γερμ. Ρhänomena lismus < Ρhänomen = φαινόμενον]

φαινομενολογία η [fenomenolojía] Ο25 : (φιλοσ.) 1. η επιστημονική μελέ τη των φαινομένων. 2. θεωρία σύμφωνα με την οποία ο αισθητός κόσμος δεν είναι πραγματικός αλλά αποτελεί μια παράσταση που υπάρχει στη συνείδησή μας: Yπερβατική / υπαρξιστική ~.

[λόγ. < γερμ. Ρhänomeno logie < Ρhänomen = φαινόμεν(ον) -ο- + -logie = -λογία]

φαινομενολογικός -ή -ό [fenomenolojikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη φαινομενολογία: Φαινομενολογική θεωρία / ανάλυση.

[λόγ. φαινομενολογ(ία) -ικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες