Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φαγούρα η [faγúra] Ο25α : 1. ενοχλητικός, δυσάρεστος ερεθισμός του δέρματος· (πρβ. κνησμός): M΄ έπιασε αβάσταχτη ~ σ΄ όλο μου το σώμα και άρχισα να ξύνομαι με μανία. H ~ είναι συχνά εκδήλωση αλλεργίας. 2. (μτφ.) ανησυχία, ανυπομονησία, επίμονη τάση για κτ.: Tι ~ σ΄ έπιασε τώρα, δεν κάθεσαι στ΄ αυγά σου καλύτερα; ΦΡ έχει ~ στην παλάμη, για κπ. που, μόλις του πέσουν στα χέρια κάποια χρήματα, τείνει να τα ξοδέψει αμέσως.
[μσν. φαγούρα < φαγ- (συνοπτ. θ. του τρώγω) -ούρα]