Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φαγιάντσα
1 εγγραφή
φαγιάνς η [fajáns] Ο (άκλ.) & φαγιάντσα η [fajántsa] Ο25α : πορώδης πηλός με φυσικό χρώμα (λευκός ή έγχρωμος), από τον οποίο κατασκευάζονται διάφορα αντικείμενα (αγγεία, οικιακά σκεύη, μπιμπελό κτλ.): Ένα σερβίτσιο από ~. || (επέκτ., συχνά ως επίθ.) αντικείμενο κατασκευασμένο από φαγιάνς και η τεχνοτροπία της κατασκευής του: Mια συλλογή αγγείων ~. Πιατέλες ~. Aγόρασα μια πανάκριβη φαγιάντσα.

[λόγ. < γαλλ. faience (δες στο φαγεντιανός)· επίδρ. του αντίστοιχου ιταλ. faenza]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες