Λεξικό της κοινής νεοελληνικής
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
- φαγεντιανός -ή -ό [fajendianós] Ε1 : χαρακτηρισμός για αγγεία ή για άλλα αντικείμενα (οικιακά σκεύη, αγαλματάκια κτλ.), που είναι κατασκευασμένα από πορώδη πηλό (με λεία ή ανάγλυφη επιφάνεια) και καλυμμένα με σμάλτο: Φαγεντιανά αγγεία. Φαγεντιανές πλάκες. Φαγεντια νή τέχνη, η τέχνη της κατασκευής φαγεντιανών ειδών.
[λόγ. < γαλλ. fayence < πόλη Fayence < Faenza πόλη της Ιταλίας απ΄ όπου μεταφυτεύτηκε η τεχνική στη Γαλλία < λατ. Faventia, με βάση το [t] του λατ. ον. και σφαλερή χρήση του επιθήματος -ανός]