Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φαγγρί
1 εγγραφή
φαγγρί το [fagrí] Ο43 : ψάρι συγγενικό της συναγρίδας, χρυσοκόκκινο με μπλε στίγματα και με νόστιμο κρέας.

[μσν. φαγγρί < *φαγρίον υποκορ. του αρχ. φάγρος ὁ (μσν. [γ > g] ίσως από επίδρ. του υστλατ. pagrus < αρχ. φάγρος)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες