Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φαγάνα
1 εγγραφή
φαγάνα η [faγána] Ο25α : (προφ.) 1. μηχάνημα που χρησιμοποιείται: α. για την εκσκαφή του εδάφους· εκσκαφέας. β. για την εκβάθυνση του βυθού· βυθοκόρος. 2. (μτφ.) α. πρόσωπο ή μηχάνημα που καταναλώνει υπερβολική ποσότητα κάποιου υλικού (φαγητού, χρημάτων, καυσίμων κτλ.): Σκέτη ~ αυτό το αυτοκίνητο, καίει είκοσι πέντε δραχμές το χιλιόμετρο. β. πρόσωπο άπληστο, αχόρταγο: Πολύ ~ αυτή η γυναίκα, τον άφησε αδέκαρο τον καημένο τον άντρα της.

[φαγαν(ός) μεγεθ. ]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες