Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φαγάδικος
1 εγγραφή
φαγάδικος -η -ο [faγáδikos] & φαγούδικος -η -ο [faγúδikos] Ε5 : (οικ.) που έχει την τάση, που του αρέσει να τρώει μεγάλες ποσότητες φαγητού: Φαγούδικο παιδί, ό,τι του δίνεις το τρώει!

[φαγ(άς) -άδικος· κατά το επίθημα -ούδ(ι) -ικος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες