Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φίλτρο
3 εγγραφές [1 - 3]
φίλτρο 1 το [fíltro] Ο39 : γενικός χαρακτηρισμός συσκευών, μηχανισμών, οργάνων ή υλικών που επιτρέπουν εκλεκτικά να περνούν από μέσα τους διάφορες μορφές ύλης ή ενέργειας. 1. συσκευή, μηχανισμός που χρησιμοποιείται για το διαχωρισμό στερεών υλών από υγρές ή αέριες: ~ λαδιού / αέρα. Tο ~ του καφέ / του τσιγάρου. Οι βιομηχανίες υποχρεώνονται να βάζουν φίλτρα στις καμινάδες, για να μη ρυπαίνουν την ατμόσφαιρα. Έλεγχος / αλλαγή / καθαρισμός / εγκατάσταση φίλτρου. || (επέκτ.) οτιδήποτε μοιάζει ή λειτουργεί ως φίλτρο: Tο πράσινο στις πόλεις είναι ~ κατά της μόλυνσης. 2. υλικό διάφορων ειδών που επιτρέπει εκλεκτικά να περνούν από μέσα του υγρές ή αέριες ουσίες: H άμμος χρησιμοποιείται συχνά σαν ~. 3. (οπτ., φωτογρ.) μηχανισμός (από κρύσταλλο, ζελατίνα κτλ.) μέσο του οποίου απορροφώνται ορισμένα (ανεπιθύμητα) τμήματα ακτινοβολιών του χρωματικού φάσματος: Φωτογράφιση / κινηματογράφηση με ~. 4. (ηλεκτρολ.) μηχανισμός που αποτελείται από κύκλωμα ηλεκτρικών αγωγών, το οποίο επιτρέπει τη διέλευση μόνο εναλλασσόμενου ρεύματος ορισμένων συχνοτήτων: ~ υψηλών / χαμηλών συχνοτήτων. Aντιπαρασιτικό / ηλεκτρικό ~. Tα φίλτρα περιορίζουν τα παράσιτα και βελτιώνουν την ποιότητα του ήχου.

[1, 2: ιταλ. filtro < γαλλ. filtre· 3, 4: σημδ. γαλλ. filtre]

φίλτρο 2 το : παρασκεύασμα (συνήθ. ποτό) που θεωρείται ότι διαθέτει μαγικές ιδιότητες, κυρίως ερωτικές (διεγείρει, διατηρεί ή επαναφέρει τον έρωτα, τον ερωτικό πόθο): Mαγικό / ερωτικό ~.

[λόγ. < αρχ. φίλτρον]

φίλτρο 3 το : βαθιά, αγνή αγάπη και στοργή (ιδ. από τους γονείς προς τα παιδιά τους): Mητρικό ~.

[λόγ. < αρχ. φίλτρον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες