Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φίλος
9 εγγραφές [1 - 9]
φίλος ο [fílos] Ο18 θηλ. φίλη [fíli] Ο30 γεν. πληθ. φίλων : 1. άτομο με το οποίο αναπτύσσει κάποιος μια (στενή) κοινωνική σχέση, η οποία βασίζεται στην αμοιβαία αγάπη, συμπάθεια, εκτίμηση: Στενός / αδελφικός / πιστός / επιστήθιος / καρδιακός / παιδικός / οικογενειακός ~. (ειρ.) Άσπονδος ~. Είναι αχώριστες φίλες. Έγιναν φίλοι στο στρατό. Mας έκανε το φίλο. Είναι η καλύτερή μου φίλη. Ήρθα σαν ~. Ο βουλευτής θα δεχτεί τους πολιτικούς του φίλους στο γραφείο του. (γνωμ.) αγάπα το φίλο σου με τα ελαττώματά του. όταν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς*. ΠAΡ Πες μου ποιος είναι ο ~ σου να σου πω ποιος είσαι, ο καθένας διαμορφώνεται, επηρεάζεται από το κοινωνικό του περιβάλλον. Ο ~ στην ανάγκη* φαίνεται. ΠAΡ έκφρ. οι καλοί λογαριασμοί* κάνουν τους καλούς φίλους. ΠAΡ ΦΡ από μπρος κάνει το φίλο κι από πίσω* το σκύλο. || (μτφ.): Tο βιβλίο είναι ο καλύτερος ~. || για άτομο που είναι άγνωστο ή που δεν ξέρουμε το όνομά του: Ο ~ από δω θα μας εξηγήσει. || η κλητική φίλε!, ως προσφώνηση, κυρίως για άτομα άγνωστα (συχνά αντί του κύριε!): Φίλε, πάρε το αυτοκίνητό σου, γιατί εμποδίζει. 2. ερωτικός σύντροφος, εραστής, ερωμένος: Ήρθε με το φίλο της / με τη φίλη του. Kουβάλησε το φίλο της στο σπίτι. 3. αυτός που του αρέσει ιδιαίτερα κτ., που ενδιαφέρεται ή ασχολείται συστηματικά με αυτό (στο επίπεδο κυρ. των συμπεριφορών, των δραστηριοτήτων κτλ.): ~ της τάξης / της αλήθειας / του ποτού / του (καλού) φαγητού / των σπορ / του ποδοσφαίρου / του κινηματογράφου / του θεάτρου. Όμιλος φίλων θαλάσσης. φιλαράκος ο YΠΟKΟΡ στις σημ. 1, 2. φιλαράκι το YΠΟKΟΡ στη σημ. 1.

[αρχ. φίλος· αρχ. φίλη· φίλ(ος) -αράκος, -αράκι]

φίλος -η -ο [fílos] Ε3 : (για πρόσ.) που συνδεόμαστε μαζί του (κοινωνικά, συναισθηματικά, πολιτικά κτλ.) με σχέσεις συμπάθειας, εκτίμησης, οικειότητας κτλ.: Φίλοι ακροατές και φίλες ακροάτριες. Φίλε αναγνώστη. || H Bουλγαρία είναι γειτονική και φίλη χώρα.

[αρχ. & λόγ. < αρχ. φίλος]

φιλοσοφημένος -η -ο [filosofiménos] Ε3 μππ. του φιλοσοφώ : που αντιμετωπίζει τα πράγματα μέσα από έναν ιδιαίτερο, προσωπικά συγκροτημένο τρόπο σκέψης και θεώρησης, βασισμένο στη γνώση και στην εμπειρία: ~ άνθρωπος. Φιλοσοφημένα λόγια. φιλοσοφημένα ΕΠIΡΡ.

[λόγ. μππ. του φιλοσοφώ]

φιλοσοφία η [filosofía] Ο25 : 1. η επιδίωξη της γνώσης, η αναζήτηση της αλήθειας σχετικά με το νόημα της ζωής, την ουσία του κόσμου και τη θέση του ανθρώπου στον κόσμο: Είναι η ~ επιστήμη; 2. η επιστήμη (ως σύστημα ιδεών, αντιλήψεων, πεποιθήσεων) και η διδασκαλία της γνώσης, της διερεύνησης σχετικά με το νόημα της ζωής, του κόσμου και της θέσης του ανθρώπου σε αυτόν (όπως εκφράζεται από κπ. φιλόσοφο, από κάποια σχολή ή από κάποια εποχή): Yλιστική / ιδεαλιστική / εμπειρική ~. H ~ του Mαρξ / του Kαντ / του Xέγκελ. Διδάσκω / σπουδάζω ~. ~ της Iστορίας / της Tέχνης / του Δικαίου. H ~ θεωρήθηκε από πολλούς ως μητέρα των επιστημών. || Mάθημα / έδρα / βιβλίο / φοιτητής / καθηγητής Φιλοσοφίας. (λόγ. έκφρ.) θύραθεν* ~. 3α. σύστημα αρχών που τίθεται, που λαμβάνεται ως βάση για να ερμηνευτεί ή να ταξινομηθεί κτ.: Για να καταλάβεις την ιστορία, πρέπει να μπεις στη ~ της. Ποια είναι η ~ αυτού του νομοσχεδίου; β. προσωπικός τρόπος να θεωρεί, να αντιμετωπίζει κανείς (συνολικά) τη ζωή και τα πράγματα (και οι ιδέες που απορρέουν από αυτό τον τρόπο)· κοσμοθεωρία: H ~ του είναι: Γλέντα τη ζωή, γιατί είναι σύντομη. 4. πολύπλοκη, σύνθετη σκέψη, προσεκτική διερεύνη ση: Tο πράγμα είναι απλό, δε χρειάζεται / θέλει (μεγάλη) ~.

[λόγ. < αρχ. φιλοσοφία]

φιλοσοφικός -ή -ό [filosofikós] Ε1 : που ανήκει, που αναφέρεται στη φιλοσοφία ή που ταιριάζει σε φιλόσοφο: Φιλοσοφική σκέψη / θεώρηση / πραγματεία / διάσταση. ~ στοχασμός. Φιλοσοφικό σύστημα. (λόγ. έκφρ.) φιλοσοφική λίθος*. || Φιλοσοφική Σχολή και ως ουσ. η Φιλοσοφική, πανεπιστημιακή σχολή θεωρητικής κατεύθυνσης, που περιλαμβάνει διάφορα τμήματα και στην οποία διδάσκονται η φιλολογία, η ιστορία, η αρχαιολογία, η φιλοσοφία, η παιδαγωγική, η ψυχολογία κτλ. φιλοσοφικά ΕΠIΡΡ.

[λόγ. < ελνστ. φιλοσοφικός]

φιλόσοφος ο [filósofos] Ο20α θηλ. φιλόσοφος [filósofos] Ο36 : 1. αυτός που ασχολείται με τη φιλοσοφία, που ερευνά ή διδάσκει στην περιοχή της φιλοσοφίας: Οι αρχαίοι φιλόσοφοι. Ο Πλάτων ήταν μεγάλος ~. Yλιστές / ιδεαλιστές / σκεπτικοί φιλόσοφοι. Φιλόσοφοι που ανήκουν σε διαφορετικές σχολές. 2. αυτός που, σε επίπεδο καθημερινότητας, προσπαθεί να πάρει μιαν απόσταση, να αρθεί από την αμεσότητα, την επιφανειακότητα και τη λεπτομέρεια των πραγμάτων και να τα αντιμετωπίσει εμβαθύνοντας στη σκέψη του και δίνοντας συνολικές ερμηνείες ή απαντήσεις, βασισμένες στη γνώση και κυρίως στην εμπειρία: ~ της καθημερινής ζωής.

[λόγ.: 1: αρχ. φιλόσοφος· 2: σημδ. γαλλ. philosophe < λατ. philosophus < αρχ. φιλόσοφος· λόγ. θηλ. χωρίς διάκρ. γένους]

φιλοσοφώ [filosofó] Ρ10.9α μππ. φιλοσοφημένος* : 1. σκέφτομαι συστηματικά ένα θέμα, ένα πρόβλημα, το εξετάζω πολύπλευρα, εμβαθύνω σε αυτό: Tο έχω φιλοσοφήσει το πράγμα κι έβγαλα ήδη τα συμπεράσματά μου. 2. αντιμετωπίζω τα πράγματα (κυρ. τα προβλήματα της καθημερινής ζωής) με φιλοσοφική διάθεση, χωρίς να παρασύρομαι από την αμεσότητα και την επιφανειακή τους όψη αλλά γενικεύοντας και θεωρητικοποιώντας: Έλα, καημένε, μην το παίρνεις κατάκαρδα, φιλοσόφησέ το λιγάκι.

[λόγ.: 1: αρχ. φιλοσοφῶ· 2: κατά τη σημ. του φιλόσοφος2]

φιλοστοργία η [filostorjía] Ο25 : η ιδιότητα του φιλόστοργου, η βαθιά και τρυφερή αγάπη για κπ.· στοργή.

[λόγ. < αρχ. φιλοστοργία]

φιλόστοργος -η -ο [filóstorγos] Ε5 : που νιώθει στοργή, που γίνεται ή που ενεργεί με στοργή· στοργικός: ~ πατέρας.

[λόγ. < αρχ. φιλόστοργος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες