Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φίλημα
1 εγγραφή
φίλημα το [fílima] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του φιλώ· φιλί: Tο ~ του χεριού / της εικόνας. (έκφρ.) είναι για ~, για πρόσωπο ή πράγμα εξαιρετικά ωραίο, αξιαγάπητο κτλ. που προκαλεί τη διάθεση να το φιλήσει κανείς.

[αρχ. φίλημα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες