Λεξικό της κοινής νεοελληνικής

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: φάσκελο
2 εγγραφές [1 - 2]
φάσκελο το [fáskelo] Ο41 : υβριστική χειρονομία· μούντζα: Έριξα ένα ~ στον ταξιτζή που κόντεψε να με χτυπήσει.

[ελνστ. σφάκελος ὁ `αισχρή χειρονομία με το μεσαίο δάχτυλο΄ (αρχ. σημ.: `σπασμός΄) με μετάθ. του [s] και μεταπλ. σε ουδ. με βάση την αιτ.]

φασκελοκουκούλωστα [faskelokukúlosta] (ως επιφ.) : (οικ., προφ.) για κτ. που οδηγείται σε αποτυχία, που δε διορθώνεται, δε θεραπεύεται (και για αυτό εγκαταλείπεται): Εκεί που έφτασε η υπόθεση, ~.

[φρ. φασκέ λω(σε) + κουκούλωσ΄ τα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες